- ὁπλορχηστής
- ὁπλορχηστής, οῦ, ὁ,A armed dancer, Ptol.Tetr.180.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
οπλορχηστής — ὁπλορχηστής, ὁ (Α) αυτός που χορεύει οπλισμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὅπλον + ὀρχηστής «χορευτής»] … Dictionary of Greek
ὁπλορχηστάς — ὁπλορχηστά̱ς , ὁπλορχηστής armed dancer masc acc pl ὁπλορχηστά̱ς , ὁπλορχηστής armed dancer masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)